Το Dada ήταν ένα αναρχικό, μηδενιστικό και αντιαισθητικό κίνημα στις τέχνες, που άνθισε αρχικά στην Ζυρίχη, στην Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, την Κολωνία, το Ανόβερο και το Παρίσι στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν ένα κίνημα ουσιαστικά αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε στην λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, την γραφιστική, εκτός από τα εικαστικά. Ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στην βαρβαρότητα του πολέμου και σε μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Με τον όρο Dadaism έχουμε ένα εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των ιδανικών της τέχνης που είναι αποδεκτά, από το πλείστον των ανθρώπων της τέχνης. Θεωρείται ότι ο Σουρεαλισμός είναι η μετεξέλιξή του σαν επακόλουθα της έντονης επιρροής του.

Έχουν δοθεί διάφορες εξηγήσεις από ποικιλία μελών του κινήματος για το πως προέκυψε το όνομα. Σύμφωνα με την πλέον διαδεδομένη άποψη, το όνομα υιοθετήθηκε από τον Hugo Ball του “Cabaret Voltaire” της Ζυρίχης κατά την διάρκεια μιας από τις συναντήσεις του το 1916 από μια ομάδα νεαρών καλλιτεχνών και αρνητών του πολέμου στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν o Jean Arp, ο Richard Hulsenbeck, ο Tristav Tzara, ο Marcel Janco, ο Emily Hennings. Όταν ένας χαρτοκόπτης διαπέρασε ένα γαλλογερμανικό λεξικό, έπεσε στο σημείο της γαλλικής λέξης dada, αμέσως καταχωρήθηκε από την ομάδα, σαν αρμόζον στις αντιαισθητικές δημιουργίες τους και δράσεις διαμαρτυρίας, οι οποίες πήγαζαν όντας απόλυτα εγγενείς με την αηδία για τις αξίες της Μπουρζουαζίας, το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα και την απελπισία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το Dada Movement δεν απαρτίζεται από πραγματικά καλλιτεχνικό ύφος, αλλά από τους υποστηρικτές της ευνοημένης συνεργασίας της ομάδας, αυθόρμητα και τυχαία. Στην επιθυμία να απορρίψουν παραδοσιακά μοντέλα της καλλιτεχνικής δημιουργίας πολλοί Dadaist δούλεψαν στο Collage, στο photomontage, και στις κατασκευές από “found-objects” ως προτιμότερα από την ζωγραφική ή την γλυπτική. Στην Νέα Υόρκη το κίνημα επικεντρώθηκε στην gallery “291” του Alfred Stieglitz, καθώς και στο Studio του Walter & Luise Avensberg, ενός ζεύγους πλουσίων που “πατρόναραν” τις τέχνες.Σε αυτές τις εγκαταστάσεις, δράσεις τύπου Dada αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα αλλά παράλληλα με εκείνες της Ζυρίχης, όπου ασχολούνταν καλλιτέχνες όπως ο Marcel Duchamo, ο Man Rey, ο Morton Schamber και ο Francis Picabia.

Η ομάδα της Ζυρίχης σχετίζονταν με θέματα γύρω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι Dadaists της Νέας Υόρκης σε μεγάλο βαθμό επικεντρώθηκαν στην διακωμώδηση της καλλιτεχνικής καθιέρωσης. Για παράδειγμα, το έτοιμο από πορσελάνες ουρητήριο του Duchamp που υπήρξε η πλέον φημισμένη “fountain” το 1917 προκάλεσε μια ερεθιστική και εξημμένη δημόσια συζήτηση για το ακριβές νόημα της τέχνης. Ο Picabia ταξιδεύοντας μεταξύ Νέας Υόρκης και Ευρώπης, εξελίχθηκε σε σύνδεσμο μεταξύ των ομάδων Dadaist της Νέας Υόρκης και εκείνων της Ζυρίχης και του Παρισιού. Το περιοδικό που εξέδιδε το Dada “291” δημοσιεύονταν στην Νέα Υόρκη, Ζυρίχη, Παρίσι και Barcelona από το 1917 μέχρι 1924.

Στα 1917 ο Hulsenbeck ένας από τους ιδρυτές της ομάδας της Ζυρίχης μετέδωσε το Dada Movement στο Βερολίνο, όπου πήρε ένα πιο πολιτικό χαρακτήρα. Μεταξύ των Γερμανών καλλιτεχνών εκτός του Hulsenbeck εμπλέχθηκαν οι Raoul Hausmann, Hannah Hoch, Gerge Grosz, Johannes Baader, Otto Schanalhausen, τα αδέλφια Wieland και Helmut Herzfelde. Μια από τις πρωτεύουσας σημασίας έκφραση που χρησιμοποιήθηκε από αυτούς τους καλλιτέχνες ήταν το photomontage, το οποίο αποτελείτο από τμήματα παλαιών φωτογραφιών, συνδυασμένων με τυπωμένα μηνύματα. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιήθηκε πλέον αποτελεσματικά από τον John Heartfield (πρώην Helmund Herzfelde που αγγλοποίησε το ονοματεπώνυμό του σαν αντίσταση στον γερμανικό εθνικισμό). Ιδιαίτερα προβλήθηκε δυναμικά στις αργότερα Anti Nazi δημιουργίες του (π.χ. Kaizer Adolph 1939), προκαλώντας έντονες πολιτικές αντιδράσεις.

Όπως οι ομάδες της Νέας Υόρκης και της Ζυρίχης, οι καλλιτέχνες του Βερολίνου συνήθιζαν λαικές συγκεντρώσεις, συνταράσσοντας και εξοργίζοντας το ακροατήριο με τα αστεία τους. Επίσης εξέδωσαν τις Dada δημοσιεύσεις: First German Dada Manifesto Club Dada, “Der Dada Jechermannsern Eigner Fussball” (ο καθένας την δική του μπάλα ποδοσφαίρου) ή το Dada Almanach. Η πρώτη διεθνής έκθεση Dada έλαβε χώρα στο Βερολίνο το 1920. Οι δράσεις των Dadaist μεταφέρθηκαν και σε άλλες γερμανικές πόλεις. Στην Κολωνία το 1919 και 1920, οι αρχηγοί των συμμετεχόντων ήταν ο Max Ernst και ο Johannes Baargeld, ενώ συνδεδεμένος μαζί τους ήταν ο Kurt Schwitters από το Ανόβερο, που έδωσε το όνομα Merz στα κολάζ, τις κατασκευές και λογοτεχνικές παραγωγές του. Ο Kurt Schwritters αν και χρησιμοποίησε Dadaistic υλικά-κομμάτια από σκουπίδια για να δημιουργήσει τα έργα του, επέτυχε ένα “αναδιατυπωμένο” φορμαλισμό που όμως ήταν μη χαρακτηριστικό της Dada anti-art.

Ο Dadaism εμφανίστηκε στην Ρωσία από το 1915. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα Μανιφέστα των Ιταλών Φουτουριστών που δημοσιεύτηκαν το 1909 είχαν πολλά κοινά με εκείνα των Dadaist, ώστε πολλοί να θεωρούν ότι οι Dadaist τα “έκλεψαν” αυτούσια, όταν δημοσιεύτηκαν τα δικά τους αργότερα. Πολλοί θεωρούν τον Αντρέ Ζίντ σαν τον πρώτο Dadaist, ενώ εκτεταμμένα από τους ίδιους κύκλους εντάσσονται συχνά, ο Γκιγιώμπ Απολιναίρ ή ο Άλφρεντ Ζαρύ ή ο Μπρισέ. Ο Hans Richter χαρακτηρίζει τον Ηρόστρατο που έβαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσσό μόνο και μόνο για να τον προσέξουν ότι είναι αναμφίβολα ο πρώτος Dadaist.

Στο Παρίσι ο Dadaism στράφηκε σε μια λογοτεχνική έκφανση από τον ποιητή Tristan Tzara, ρουμανικής καταγωγής, έναν από τους ιδρυτές του κινήματος. Το πλέον αξιοσημείωτο μεταξύ των άπειρων φυλλαδίων και αντίστοιχων σχεδίων ήταν η Litterature (δημοσιεύτηκαν από το 1919-1924) η οποία περιελάμβανε γραπτά από τους Andre Breton, Louis Aragon, Philippe Soupault, Paul Eluard και τον Georges Ribemont-Dessaigne. Ωστόσο, μετά το 1922, ο Dadaism άρχισε να χάνει την δύναμή του. Ο Dadaism είχε εκτεταμμένα αποτελέσματα στην τέχνη του 20ου αιώνα. Η μηδενιστική, αντιορθολογική κριτική της κοινωνίας και οι ασυγκράτητες επιθέσεις σε όλες τις επίσημες καλλιτεχνικές συνθήκες δεν βρήκαν αμέσως “κληρονόμους”, αλλά φρόντισαν με το παράξενο, το ανορθόδοξο, το φανταστικό “bore fruit”, να εξελιχθεί το “κλειδί” στο κίνημα των Σουρεαλιστών.

Βέβαια, ο Dadaism δεν έχει σημαντική επιρροή στον σχεδιασμό των υφασμάτων, για ρούχα ή για το σπίτι και κατ’ επέκταση στα χαλιά. Το γεγονός ότι ξεκίνησε μέσα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επειδή ότι αρνητικό προέκυψε και ουσιαστικά εξέπνευσε πριν το 1922, δεν έδωσε την δυνατότητα για να έχει σημαντικές επιρροές στην ούτως ή άλλως ελάχιστη παραγωγή. Τελικά προέκυψαν κάποιες επιδράσεις στους οίκους υψηλής ραπτικής το 1920 και σε κάποιους interior designers της εποχής, που σχεδίασαν Home Textile και χαλιά, ειδικά για την μεταπολεμική οικονομική ελίτ. Ήταν μια ιδιότυπη “ελίτ”, η οποία κυριολεκτικά αποδέχονταν κάθε τί που ήταν εξωπραγματικό μέσα σε μία τάση άκρατου “νεωτερισμού” που ήταν η κατ’ εξοχήν τάση της εποχής. Ήταν αποτέλεσμα από τις ψυχικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε στους επιζήσαντες ο σκληρός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Με αυτή την επικρατούσα ψυχολογία της εποχής, τα υφάσματα είτε για το fashion είτε για το σπίτι αναδείκνυαν μια προσπάθεια ανατροπής του κακού κλίματος με περιορισμένη όμως επιτυχία. Αντίθετα, πολλές φορές η χρησιμοποίηση του Dadaism προκαλούσε έκπληξη και υιοθετήθηκε από ένα περιορισμένο “σνόμπ” κοινό. Αναλογικά, την ίδια εποχή κατασκευάζονται ειδικά στην Νότια Περσία σε περιορισμένο αριθμό κάποια χαλιά τεχνοτροπίας γύρω από τα Lorry με σχέδια εμπνευσμένα από τον Dadaism. Σήμερα, σίγουρα σχεδιάζονται και παράγονται χαλιά που απεικονίζουν τέτοιες ανορθόδοξες καταστάσεις που συγχέονται όμως μεταξύ Dadaism και Sourealism. Ωστόσο, αποτελούν μια ξεχωριστή “εικαστική” πινελιά στην αναβάθμιση του χώρου, όπου τοποθετούνται.