Στην “καρδιά” της Ευρασίας, στη σκιά της οροσειράς του Καυκάσου, απλώνονται οι πεδινές περιοχές που συναπαρτίζουν την ομώνυμη περιοχή. Ο Καύκασος οροθετείται από τη Ρωσία στα βόρεια, δυτικά από τη Μαύρη Θάλασσα, ανατολικά από την Κασπία Θάλασσα, νοτιοδυτικά από την Τουρκία και νότια από το Ιράν. Το βορειοδυτικό του τμήμα κατοικείται από Ουκρανούς. Τα βουνά του Καυκάσου θεωρούνται συχνά ως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και οι περιοχές που βρίσκονται στους πρόποδές τους θεωρούνται εδάφη είτε της μίας ηπείρου είτε της άλλης.

Τα έθνη κράτη που ορίζουν τον Καύκασο σήμερα είναι οι μετα- Σοβιετικές χώρες Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν (Υπερ- Καυκασία), καθώς και διάφορες περιοχές της Ρωσίας, όπως η Απχαζία, η Βόρεια Οσετία και η Τσέσνια (Υπο –Καυκασία ή Βόρεια Καυκασία).

Εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης ως σύνορο μεταξύ δύο ηπείρων και της μορφολογίας του, ο Καύκασος δέχτηκε επανειλημμένως μεγάλα κύματα μεταναστών. Τα βουνά, όμως, προστάτευαν τους ιθαγενείς πληθυσμούς και εμπόδιζαν τις μετακινήσεις. Οι περιοχές του Καυκάσου υπέστησαν την πολιτιστική και πολιτική κυριαρχία των γειτονικών λαών που κατάφεραν να αφήσουν τη “σφραγίδα” τους στην πολυσυλλεκτική “φυσιογνωμία” της περιοχής. Σκύθες, Έλληνες, Αζάροι, Πέρσες, Άραβες, Βυζαντινοί και άλλοι λαοί στο πέρασμα των αιώνων επιβουλεύτηκαν και θέλησαν να κατακτήσουν τα εδάφη του Καυκάσου. Παράλληλα, τα βουνά του Καυκάσου με τις δύσβατες διαδρομές τους δημιούργησαν ένα πέπλο μυστηρίου για τους αρχαίους λαούς που τα “έντυσαν” με μυθολογικά στοιχεία και θρησκευτικούς συμβολισμούς.

Η κορυφή του βουνού Αραράτ θεωρείται το σημείο προσάραξης της Κιβωτού του Νώε και το λίκνο του αρχαίου πολιτισμού των Αρμενίων. Για τους αρχαίους Έλληνες, ο Καύκασος αποτελούσε έναν από τους πυλώνες του κόσμου, όπου αλυσοδέθηκε, ως τιμωρία από το Δία, ο Προμηθέας. Ο Ιάσωνας σαλπάρισε για τις ακτές της Κολχίδας (Γεωργία) σε αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος και εκεί γνώρισε τη Μήδεια. Η επιδρομή των Μογγόλων το 13ο αιώνα άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην κουλτούρα των λαών του Καυκάσου, ενώ μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη τόσο της πολιτικής όσο και της πολιτιστικής ταυτότητας των χωρών αυτών υπήρξε η επέλαση των Ρώσων από το 18ο αιώνα που “σλαβοποίησε” σχεδόν εξολοκλήρου την Υπο- Καυκασία.

Το καταφύγιο που πρόσφεραν τα βουνά στους τοπικούς πληθυσμούς, σε συνδυασμό με τις φυλετικές προσμίξεις ως αποτέλεσμα των επιδρομών, δημιούργησαν ένα παλίμψηστο διαλέκτων και γλωσσών στην περιοχή, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολες. Οι κάτοικοι των απόκρημνων βουνών του Καυκάσου διακρίνονται για τη σκληρότητα και την τραχύτητά τους, την πολεμική τους δύναμη και το ανεξάρτητο πνεύμα τους, που σε συνδυασμό με τον τοπικισμό τους δημιούργησαν ισχυρό αντίβαρο στον Ρωσικό ιμπεριαλισμό. Όμως, η γλωσσική διαφοροποίηση, παρόλο το εθνολογικό ενδιαφέρον της, εμπόδισε την ενότητα των διαφόρων εθνοτήτων και διευκόλυνε την επιρροή του Κρεμλίνου στην περιοχή, που εφάρμοζε την τακτική του “διαίρει και βασίλευε” για να διατηρήσει τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα στην περιοχή. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την δημιουργία ξεχωριστών κρατών, οι σχέσεις των Καυκάσιων περιοχών με τη Ρωσία παραμένουν τεταμένες, ενώ πολλά αποσχιστικά κινήματα διεκδικούν ακόμα την αυτονομία των εκτάσεών τους.

Η τέχνη της ταπητουργίας στον Καύκασο. Ήδη πριν από το τέλος του 17ου αιώνα μοναδικά είδη χαλιών παράγονταν στις περιοχές του Καυκάσου, κυρίως από ώριμες γυναίκες που είχαν κληρονομήσει την τέχνη της ύφανσης χαλιών από γενιά σε γενιά. Από τα τέλη του 1920 η Σοβιετική Κυβέρνηση κατείχε τον έλεγχο της περιοχής. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αυξηθεί η εισροή ξένου συναλλάγματος, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να συγκεντρωποιήσουν την παραγωγή χαλιών, όπως είχε συμβεί με τη γεωργία. Το 1930 άρχισε η παραγωγή των χαλιών “πενταετούς πλάνου” που ήταν κατώτερα από κάθε άποψη σε σχέση με τα χαλιά που αντικατέστησαν. Τα χαλιά αυτά είναι πλέον 80-90 χρόνων και αποκαλούνται “antique”. Όμως αποτελούν μια μοναδική εξαίρεση στα χρονικά, ότι το “παλιό” δεν είναι πάντα συνώνυμο του “ποιοτικού”. Όταν ξέσπασε ο ΄Β Παγκόσμιος Πόλεμος η τέχνη της ύφανσης και το εμπόριο χαλιού ξεχάστηκαν, σε μια χρονική περίοδο όπου η καταστροφή λάμβανε χώρα κυριολεκτικά στις πίσω αυλές των σπιτιών των τεχνουργών.

Τη δεκαετία του 1950, η προσπάθεια των Σοβιετικών να αναζωογονήσουν τον τομέα της ταπητουργίας δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δεν κατάφερε να δώσει το έναυσμα για την αναγέννηση της άλλοτε ξακουστής Καυκάσιας ταπητουργίας. Όμως η ποιότητα των χαλιών αυτής της περιόδου που σήμερα θεωρείται “semi-antique” ή “vintage”, ήταν σαφώς πολύ υψηλότερης ποιότητας από εκείνα του “πενταετούς σχεδίου” του 1930, ενώ είναι πλέον περιζήτητα με ασφαλείς προοπτικές υψηλής οικονομικής απόδοσης στο μέλλον. Από το 1960 & μετά εκδηλώθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για τα χαλιά του 19ου αιώνα που έγιναν συλλεκτικά αντικείμενα, με την αύξηση της τιμής που αυτό συνεπάγεται. Η συλλογή αυτών των χαλιών έλαβε διαστάσεις μανίας στην Ευρώπη και την Αμερική των δεκαετών του ’60, του ’70 & του ‘80. Αυθεντικά “παλιά” χαλιά από τον Καύκασο βρίσκει κανείς σήμερα με ιδιαίτερα υψηλό αντίτιμο είτε σε εξειδικευμένα καταστήματα χαλιών αντίκας, είτε σε δημοπρασίες διάσημων οίκων. Η περιοχή του Καυκάσου είναι διάσημη για τρεις κύριες ποικιλίες χαλιών: τα Shirvan, τα Kuba και τα Kazak.

Τα περισσότερα Καυκάσια χαλιά παράγονταν σε μικρά χωριά, σε διάφορα μεγέθη, με μικρά γεωμετρικά σχέδια, συνήθως επαναλαμβανόμενα (τετράγωνα, διαμάντια, αστέρια, μαίανδροι) ή μοτίβα με γωνίες σε έντονα και ξεκάθαρα χρώματα Ο συνδυασμός ζωηρών αποχρώσεων και “ζεστών” βασικών χρωμάτων δημιουργεί μια αίσθηση ηρεμίας και άνεσης σε ένα περιβάλλον που μαστίζονταν από εχθροπραξίες. Διακριτικό γνώρισμα των Καυκάσιων χαλιών είναι το μοτίβο του άγκιστρου που “κλειδώνει” (σβάστικα) και περιβάλλει τις γωνίες, αμβλύνοντάς τες και διαχωρίζοντας τους συμπαγείς όγκους των χαλιών που είναι κυρίως τριγωνικοί. Το άγκιστρο είναι ο καταλύτης των χρωμάτων και των απότομων γωνιών, που απαντώνται σε κάθε γεωμετρικό σχήμα και χαρακτηρίζουν ακόμα και τα μοτίβα που περιέχουν λουλούδια. Οι διαχωρισμένες γεωμετρικές φιγούρες που αντικρύζει κανείς στα παλαιότερα χαλιά αντιπροσώπευαν την ταξιθέτηση της φυλής και των φιλοξενούμενων. Ένα συγκεκριμένο είδος Αρμένικου χαλιού, με σήμα κατατεθέν τον δράκο και τα Περσικά λουλούδια, αναπτύχθηκε το 15ο και το 16ο αιώνα και διέφερε λόγω της πολυτελούς φύσης του από τα υπόλοιπα χαλιά του Καυκάσου που ήταν μεν πιο διάσημα, αλλά παρέμεναν λιτά.

Ένας άλλος τύπος με λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα, αναπτύχθηκε στην περιοχή Nagorno Karabach της Αρμενίας με τις αυτονομιστικές βίαιες εξεγέρσεις στις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι σχεδόν απόλυτα παρόμοια σχέδια με εκείνα της Μολδαβίας από την απέναντι πλευρά της Μαύρης Θάλασσας. Η διάδοση της τέχνης και των “τριανταφυλλένιων” σχεδίων, αποδίδεται σε μετανάστες από τη φυλή των Χαζάρων του Αφγανιστάν, που το 12ο μ.Χ. αιώνα όταν εξεδιώχθηκαν από τον Καύκασο εγκαταστάθηκαν στην απέναντι ακτή της Μαύρης Θάλασσας στη σημερινή Μολδαβία. Όσον αφορά στη δομή τους, για την παρασκευή των χαλιών της Καυκάσιας ταπητουργίας χρησιμοποιείται ο Τούρκικος κόμπος ghiordes, ενώ το στημόνι τους υφίσταται μεγάλη πίεση, δίνοντας στην πίσω όψη του χαλιού μια αυλακωτή εμφάνιση. Η ποιότητα των χαλιών αυτών θεωρείται αντικειμενικά ανώτερη των αντίστοιχων Τουρκικών ή Περσικών ποιοτήτων. Πολλά παλαιότερα Καυκάσια χαλιά ήταν ολόμαλλα, “wool on wool”, όχι μόνο το πέλος, αλλά και το υφάδι και το στημόνι του χαλιού προέρχονταν από μάλλινο νήμα που γνέθεται στο χέρι. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται και τρίχα κατσίκας για το στημόνι, αλλά ποτέ για το πέλος. Ο αριθμός και τα χρώματα των ρελιών φανερώνουν και την φυλετική προέλευση του χαλιού.

Χαρακτηριστικά Χαλιά από τον Καύκασο