Στις αρχές του 19ου αιώνα, με ένα συνολικό πληθυσμό 1.650.000 κατοίκων στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Ελληνικό Κράτος, η οικοτεχνία και η βιοτεχνία απασχολούσαν 40.000-50.000 άτομα, παράγοντας το 30% το ακαθάριστου “εθνικού” προϊόντος.
Το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά αφορούσε την οικιακή υφαντουργία-ταπητουργία. Η μεταξουργία, είχε μεγάλη παράδοση καθ’ όλη την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο Μοριά. Το μετάξι τρέφεται από τα φύλλα της μουριάς. Η Πελοπόννησος ονομάστηκε από τότε Μοριάς λόγω της καλλιέργειας της μουριάς σε μεγάλες εκτάσεις. Στην περίοδο όμως αυτή, είχε περιορισθεί μόνο στην περιοχή της Μάνης. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η βασική μορφή τεχνικής παραγωγής ήταν χειροτεχνική κυρίως κιλιμιών, κουβερτών και σεντονιών, που περιοριζόταν όμως αποκλειστικά στο πλαίσιο της οικιακής οικονομίας.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα η χειροτεχνία ξεφεύγει από τα “σπιτικά πλαίσια” και αρχίζει να δουλεύει για την αγορά. Κάτι ανάλογο έγινε και σε όλες τις χώρες της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης και της Μικράς Ασίας, όπου η οικιακή ταπητουργία είχε μοναδικό σκοπό να εμπλουτίσει την προίκα των αγάμων κοριτσιών, δηλαδή παντού η παραγωγή προοριζόταν αποκλειστικά για την ιδιοχρησιμοποίηση. Υπήρχαν πολύ μικρές εξαιρέσεις μόνο από χαρισματικές υφάντριες, όπου “εξάγοντας” την καλλιτεχνία τους, έφτιαχναν χαλιά και κιλίμια για γειτονικές οικογένειες πάντοτε αυστηρά περιορισμένες στις ατομικές ανάγκες της κάθε μιας από αυτές. Στην Δύση, ειδικά στις περιοχές της Βόρειας Ιταλίας, της Νορμανδίας και της Φλάντρας, η “μετάλλαξη” από την ιδιοχρησιμοποίηση προς την αγορά προηγήθηκε για ένα περίπου αιώνα.
Βέβαια, αυτή η “μετάλλαξη” ή μετεξέλιξη είχε την ιδιαιτερότητα, αφενός της οριοθετημένης συγκεκριμένης παραγγελίας και αφετέρου με τον όρο “αγορά” δεν αποτείνονταν στο ελεύθερο εμπόριο.
Απλά, δούλευαν πάνω σε μια βάση, όπως το σημερινό “φασόν” ή “outsourcing” για λογαριασμό κάποιου εμπόρου ο οποίος τους έδινε το μαλλί ή το λινάρι και εκείνες το μετέτρεπαν σε κιλίμι ή χαλί και αμείβονταν με το κομμάτι. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιούσαν δικές τους πρώτες ύλες και πάλι πληρώνονταν με το άθροισμα της αξίας του μαλλιού και της εργασίας μεταποίησής του σε κιλίμι ή χαλί ή κουβέρτα κ.λ.π. Οι έμποροι δηλαδή, ουσιαστικά με τις παραγγελίες τους δέσμευαν τον εργασιακό χρόνο τους για κάποιο διάστημα τον απαραίτητο για την συγκεκριμένη παραγγελία, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και την αποκλειστικότητα για το ίδιο διάστημα. Κάτι αντίστοιχο, γινόταν και στην Ανατολία, όπου η οικιακή ταπητουργία είχε πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη. Έτσι και εκεί δέσμευαν χιλιάδες ταπητουργικούς ιστούς και εξασφάλιζαν για τις δραστηριότητές τους την αποκλειστικότητα της παραγωγής μεγάλων περιοχών.
Στην Ελλάδα, είχαμε την περίπτωση της συγκρότησης του συνεταιρισμού στα Αμπελάκια έξω από την Λάρισα.Ένα χωριό, που κατάφερε με ευρηματικότητα και σκληρή δουλειά να δημιουργήσει ένα απίστευτο για την εποχή εμπόριο, να ιδρύσει τον πρώτο αγροτικό συνεταιρισμό στον κόσμο και να συνδυάσει τις κοινωνικές τάξεις με μοναδικό πνεύμα αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Εκεί δημιουργήθηκαν οι ανθρώπινες συντροφιές, οι πρωτόλειες εταιρείες, το “και σια” δηλαδή και συντροφιά των πρόσφατων χρόνων στις εμπορικές εταιρείες. Εκεί ήταν, όπου για πρώτη φορά έγινε ο διαχωρισμός των υπαλλήλων που πληρώνονταν με μισθό και των υφαντριών που πληρώνονταν με το κομμάτι. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε σε
όλα σχεδόν τα τότε αναπτυσσόμενα βιοτεχνικά κέντρα με τις τεχνίτριες και τους τεχνίτες να δουλεύουν για λογαριασμό διαφόρων εμπόρων, που διοχέτευαν την παραγωγή αυτή πάντοτε και μόνον στο εξωτερικό. Και αυτό, γιατί στην Ελλάδα υπήρχε μηδενική ζήτηση, αφού κάθε σπίτι με τον αργαλειό του είχε εξασφαλίσει απόλυτα και με επάρκεια τις όποιες ανάγκες του.
Βασικό κομμάτι της οικιακής ταπητουργίας στην Ελλάδα και στην εποχή του 1821 ήταν η φλοκάτη. Η φλοκάτη ή βελέντζα, είναι ένα αφράτο, χνουδωτό χαλί από μαλλί 100%. Έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους. Όπως και τα χαλιά στην Ανατολή, χρησιμοποιήθηκε αρχικά σαν ενδυμασία των βοσκών στα βουνά, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας, για στρώσιμο στο δάπεδο, για κάλυμμα από την βροχή, για κουβέρτα και για πολλές άλλες χρήσεις στην διάρκεια των αιώνων. Θεωρείται ένα αυθεντικό ελληνικό προιόν, που φτιάχνεται από τους Έλληνες βλάχους, που κατοικούν σε όλα τα βουνά και κυρίως είχε ανάπτυξη στην Πίνδο. Η φλοκάτη, μετά την ύφανση απαιτεί μια επίπονη και επίμονη επεξεργασία με το νερό των ποταμών, αφού έπρεπε να “χτυπιέται” με το νερό (νεροτριβή) γιατί μόνο έτσι γίνονταν φουσκωτή και αφράτη και στερεώνονταν οι κόμποι με το λεγόμενο μπατάνιασμα. Αυτή η επεξεργασία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι εξαγωγές τότε της φλοκάτης ήταν ελάχιστες, ενώ αντίθετα 150 χρόνια μετά, κατά την δεκαετία του ’70 οι φλοκάτες κατέκτησαν τον κόσμο, σαν προιόν αυθεντικό, υγιεινό, αλλά κυρίως γιατί έγινε η απόλυτη παγκόσμια μόδα στην διακόσμηση.
Η οικιακή ταπητουργία στην Ελλάδα, εκείνη την περίοδο λίγο πριν την επανάσταση του 1821 έδωσε ειδικά στις γυναίκες μια δύναμη, από το γεγονός ότι πλέον συνεισέφεραν και αυτές στο οικογενειακό ταμείο με την δουλειά τους, η οποία μάλιστα ήταν επιπρόσθετη στις τρέχουσες οικιακές απασχολήσεις τους και στα γονικά τους καθήκοντα. Επιπλέον, η οικιακή ταπητουργία θα προκαλέσει μια απρόβλεπτη επίδραση στη θέση της γυναίκας στην οικογένεια, αλλά & στο τελικό αντίκτυπο που είχε στην κοινωνία της εποχής. Συνέπεια αυτών, ήταν οι αλυσιδωτές αντιδράσεις σε κοινωνικό & πολιτικό επίπεδο, που τροφοδότησαν αλλαγές στην γενικότερη υπόσταση της γυναίκας. Ταυτόχρονα, διαμόρφωσαν μια υψηλότερη θέση, εκείνη ακριβώς που σταδιακά πλησίασε αργότερα, στις εξισωτικές τάσεις με τον άνδρα. Σε αυτή την περίοδο, στις αρχές του 19ου αιώνα, οι γυναίκες της Οθωμανικής Ελλάδας, αναδεικνύονται μέσα από αυτή την ανάπτυξη σε πρωταγωνιστές στην όλη προσπάθεια για κάλυψη της ζήτησης των υφαντουργικών και ταπητουργικών προϊόντων από τις τοπικές οικοτεχνίες & βιοτεχνίες.
Αυτός ο νέος ρόλος, μετατρέπει την ερασιτεχνική οικοτεχνία κιλιμιών, αποκλειστικά για προσωπική χρήση, σε ενασχόληση ψυχρά επαγγελματική. Οι γυναίκες δεν παράγουν πλέον κιλίμια & υφαντά για την προίκα τους, ή για να έχουν μια εντός οικίας απασχόληση, αλλά μεταλλάσσονται σε “οικοτεχνικό” εργάτη ή όπως αντίστοιχα θα λέγαμε σήμερα βιομηχανικό εργάτη. Δουλεύουν πολλές ώρες & αυτή η πολύπονη εργασία φέρνει οικονομικά αποτελέσματα στην οικογένεια. Έτσι, η γυναίκα της Οθωμανικής Ελλάδας αναβαθμίζεται & ο ρόλος της εκτός από την οικογένεια & τα οικιακά είναι πλέον σημαντικός μέσα από την εργασία της. Η οικονομική προσφορά από την εργασία αυτή, της δίνει δικαιώματα μέσα στην οικογένεια, ακόμα & έναντι του “αφέντη” συζύγου.
Πέρα από την οικονομική προσφορά, υπάρχει αντίστοιχα ο ανάλογος αντίκτυπος στο κοινωνικό περιβάλλον & στα κοινωνικά δρώμενα. Είναι η απαρχή της εισόδου της γυναίκας στην παραγωγή. Είναι συμβολικό & σημαντικό, ότι η γυναίκα παράγει χωρίς την βοήθεια από εμπλοκή μέσων παραγωγής, δηλαδή χωρίς βοήθεια από μηχανήματα. Έτσι, η εργασία είναι πολύ πιο σημαντική από εκείνη του σημερινού βιομηχανικού εργάτη. Ο σημερινός εργάτης έχει εξελιχθεί σε χειριστή μηχανημάτων. Αντιθέτως, η γυναίκα στην Ελλάδα της εποχής, ότι παράγει, είναι προϊόν απόλυτα προσωπικής της χειρωνακτικής εργασίας στην μεταποίηση του ζωικού μαλλιού, βαμβακιού, λιναριού ή μεταξιού σε χρηστικό προϊόν.
Επειδή οι παραγγελίες ήταν από Έλληνες που δεν κατοικούσαν στην Ελλάδα, όλα τα παραγόμενα προϊόντα εξάγονταν στις χώρες που ζούσαν. Τα προϊόντα αυτά, όταν εξάγονται, γιατί όλα μόνον εξάγονται αποκτούν μεγαλύτερη αξία. Αυτή η σεβαστή πλέον αξία του εξαγώγιμου προϊόντος, καθιστά ταυτόχρονα την εργασία των δημιουργών, δηλαδή των γυναικών της Οθωμανικής Ελλάδας, όχι μόνο απλά οικονομικά αποδοτική, αλλά κυρίως κοινωνικά αξιοσέβαστη. Όμως, τελικά η οικιακή ταπητουργία οπωσδήποτε αποτέλεσε ένα μικρό ή μάλλον ένα πολύ μεγάλο λιθαράκι στα δικαιώματα της γυναίκας για εκείνη την εποχή. Από την άλλη, κυρίως η γυναίκα ήταν η κινητήριος δύναμη για την δημιουργική ανάπτυξη και επιχειρηματική μετεξέλιξη μιας συνηθισμένης οικιακής απασχόλησης. Η οικιακή υφαντουργία και ταπητουργία, που για την εποχή αντιμετωπιζόταν ως ενιαίος κλάδος, υπήρξε και ένας από τους χρηματοδότες του αγώνα έμμεσα και άμεσα, πάντοτε στα πλαίσια των δυνατοτήτων της.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι σήμερα οι πολλοί μουσειακοί χώροι ανά την Ελλάδα με αντικείμενο στοιχεία της ελληνικής επανάστασης του 1821, προβάλλουν τον θησαυρό αυτής της τότε οικοτεχνικής υφαντουργίας-ταπητουργίας με την μορφή τοπικής λαϊκής τέχνης ή γενικότερου folklore. Όμως, ουσιαστικά είναι η έκφραση προς τα έξω των συναισθημάτων και βιωμάτων αυτών των γυναικών που δημιούργησαν αυτά τα αριστουργήματα με πενιχρά μέσα αλλά με τον πλούτο από τις ευαισθησίες τους και την ακτινοβολία από την συναίσθηση του καθήκοντος. Η οικιακή ταπητουργία της εποχής της επανάστασης του 1821 ήταν και είναι μέχρι σήμερα στην αφάνεια γιατί η δική της επανάσταση, ο δικός της πόλεμος, η δική της αντίσταση ήταν χωρίς όπλα και έτσι δεν έκανε θόρυβο και κανείς δεν την πρόσεξε. Αλλά και γιατί με την τότε γυναίκα υποτιμημένη ήταν αυτόματα και το έργο της υποτιμημένο, ενώ η ελληνική επανάσταση δεν είχε επαρκές και κυρίως εμφανές το “άρωμα γυναίκας”.
Όμως, η οικιακή ταπητουργία ήταν η λαϊκή τέχνη, η λαϊκή καλλιτεχνία, η λαϊκή δημιουργία. Ήταν ο συνδυασμός της τέχνης με την τεχνική, της ικανότητας με το καθήκον. Ήταν το αποτέλεσμα της δύναμης από την γνώση, το γεγονός της επιτυχίας με βάση τις αστοχίες, η δημιουργία του αριστουργήματος συνέπεια της εμπειρίας, αλλά και η προσέγγιση της γυναίκας στις εξισωτικές τάσεις με τον άνδρα. Αυτή η λαϊκή τέχνη μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο μιας ιδιότυπης αλλά οπωσδήποτε καλλιτεχνικής έκφρασης και μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα στα πολλά εικαστικά έργα της εποχής εκείνης, που σήμερα στολίζουν το μεγαλύτερο μέρος των εκθεμάτων της νέας Εθνικής Πινακοθήκης, που εγκαινιάζεται τώρα με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση. Ίσως η λαϊκή αυτή τέχνη, προιόν και αποτέλεσμα της οικιακής υφαντουργίας και ταπητουργίας να παραμείνει αφανής και αδικημένη γιατί απλούστατα οι “δημιουργοί” της δεν ήταν διάσημοι επώνυμοι και δεν κραύγαζαν προβάλλοντας το έργο τους, είτε οι ίδιοι είτε οι κληρονόμοι τους.