Τέλη του 19ου αιώνα, στη χαραυγή της “Art Nouveau”, στο Παρίσι, για συναλλαγές με τους εκεί πελάτες, αλλά κυρίως για τοποθέτηση των “εξωτικών” χειροποίητων χαλιών της Καππαδοκίας, σε ακόμη περισσότερα καταστήματα στην Πόλη του Φωτός.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι αγοραστές, επισκέπτονταν με περισσότερη ένταση και συστηματική συχνότητα την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να αγοράσουν προϊόντα αγροτικής ή άλλης πρωτογενούς παραγωγής. Με τον έντονο ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε, άρχισαν να επισκέπτονται, εκτός από τους εξαγωγείς που είχαν έδρα στα μεγάλα λιμάνια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης και πόλεις της ενδοχώρας, διεκδικώντας και τα κέρδη των τοπικών εμπόρων. Όμως, οι ντόπιοι έμποροι και άτυποι “Τραπεζίτες”, αποτελούσαν ένα αξεπέραστο εμπόδιο, γιατί αφενός δέσμευαν με προκαταβολές την παραγωγή, και αφετέρου οι ίδιοι οι ξένοι αντιμετωπίζονταν με μεγάλη δυσπιστία. Το μόνο θετικό των ξένων, ήταν ότι τα χρήματά τους ήταν “καθαρά” και δεν είχαν “κρατήσεις” για συμψηφισμό παλαιών οφειλών ή προκαταβολών. Αυτά τα πολυποίκιλα εμπόδια, ανάγκασαν τους ξένους σε πολλές περιπτώσεις να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους, σε προϊόντα, που για τους άτυπους “Τραπεζίτες”-εμπόρους ήταν αδιάφορα (εκτός πρωτογενούς παραγωγής) που άλλωστε δεν ήταν στο αντικείμενό τους.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν ένας από αυτούς ο Rene Patrick που ενώ εκπροσωπούσε τον οίκο S. Josheph & Fils από το Παρίσι, ενδιαφέρθηκε στο Χάνι όπου έμενε στην Καππαδοκία για τα στρωσίδια στο δωμάτιο και στο χώρο υποδοχής κι έτσι συναντήθηκε με τον παραγωγό τους τον Κυριάκο Αργυρόπουλο (1726-1799). Εκείνος ήταν γιός του Ρωμανού Αργυρόπουλου (1702-1760), που είχε πρωτοξεκινήσει αναγκαστικά τις παραγωγές χαλιών και κιλιμιών, χωρίς παραγγελία (κίνηση που αποτελούσε για την εποχή “επανάσταση”) και κατοικούσε σε κοντινή απόσταση, ενώ διέθετε σεβαστές ποσότητες στις αποθήκες του. Η συνάντηση έγινε το 1779 και αποτέλεσε την αρχή μιας συνεργασίας που κράτησε 40 συναπτά χρόνια μέχρι το θάνατο του Rene. Την περίοδο που πέθανε ο Rene, ήταν πλέον στο “τιμόνι” της επιχείρησης ο εγγονός του αρχικού Κυριάκου Αργυρόπουλου (1726-1799) που λεγόταν και πάλι Κυριάκος (1779-1859), ο οποίος, ανέθεσε υποχρεωτικά, μη έχοντας άλλη επιλογή, στον “άβγαλτο” εικοσάχρονο γιό του Ρωμανό να αναλάβει στην θέση του Rene την συνέχιση της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Ο Ρωμανός Αργυρόπουλος (1802-1874), ένα άπειρο, και εντελώς απλοϊκό επαρχιωτόπουλο της Ανατολίας, με λιγοστά γαλλικά, μέσα από αμέτρητες αντιξοότητες, κατάφερε με σκληρή δουλειά να οργανώσει τις δεκαετίες του 1820 και 1830 μια παραγωγική και εξαγωγική επιχείρηση πρωτοφανή για εκείνη την εποχή με τις μεθόδους που εφάρμοσε, τόσο στην παραγωγή όσο και στην διάθεση των χαλιών και κιλιμιών. Δημιούργησε αποθήκες στην Τεργέστη, Νάπολη και Μασσαλία και ανέπτυξε με την βοήθεια ομάδας συγγενών του θεαματικά την παραγωγή, δεσμεύοντας συνολικές παραγωγές χαλιών και κιλιμιών της Καππαδοκίας και της ευρύτερης περιοχής. Υπήρξε ο πρωτοπόρος και ένας από τους πρωταγωνιστές στην θεαματική αύξηση των εξαγωγών χαλιών και κιλιμιών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 19ου αιώνα, που έφθασαν σε σημείο, ώστε αυτές να αποτελούν το δεύτερο βασικό εξαγώγιμο είδος.
Μετά τον θάνατο του Ρωμανού το 1874, ο γιός του Κυριάκος Αργυρόπουλος (1843-1914) επεξέτεινε θεαματικά, οργάνωσε και εκσυγχρόνισε “εκ θεμελίων” την επιχείρηση. Κατάφερε διατηρώντας στο ακέραιο το μέγεθος των εξαγωγών χαλιών Καππαδοκίας να επεκταθεί επιπλέον και σε εξαγωγές από άλλα χαλιά αντίστοιχων περιοχών. Έτσι, εξασφάλισε μέσω της συνεργασίας με Έλληνα της Δαμασκού (Μητρόπολης τότε των χαλιών Ανατολής) να μονοπωλήσει σχεδόν τις εξαγωγές χαλιών κάθε καταγωγής από Κουρδιστάν, Τουρκεστάν, Περσία, Αζερμπαιτζάν κ.λπ. καθώς και των νομάδων, ελέγχοντας τελικά την όλη διακίνησή τους προς τις τρεις αποθήκες του στην Ευρώπη. Την ίδια σχεδόν περίοδο, με την βοήθεια του Τραπεζούντιου πεθερού του Γιάννη Ενεπέκογλου, ο οποίος ήλεγχε αποκλειστικά το συνολικό διαμετακομιστικό εμπόριο Περσίας με το λιμάνι της Τραπεζούντας, πέτυχε ταυτόχρονα να ελέγχει κυρίαρχα και όλη την υποχρεωτική διακίνηση των περσικών χαλιών από το λιμάνι της, προς τους πελάτες του στην Ευρώπη.
Όμως, ο ξαφνικός θάνατος από ατύχημα του 18χρονου πρωτότοκου γιού του Ρωμανού το 1884, που τον προόριζε για συνεχιστή της δραστηριότητας, ανέστειλε απότομα την ταχύτατη ανάπτυξη. Το σοκ από τον ξαφνικό θάνατο ήταν τόσο απρόβλεπτο και αξεπέραστο που επέφερε σαν ψυχολογική συνέπεια την αναστολή κάθε ικανότητάς του για εργασία και τον υποχρέωσε σε συνεχή σταδιακά συρρίκνωση. Μετά τον θάνατό του το 1914, ο δευτερότοκος γιός του Γιάννης (1867-1922) συνέχισε με τους αυτούς μειωμένους ρυθμούς την εξαγωγική δραστηριότητα μέχρι το τέλος του, με βίαιο θάνατο το 1922, λίγο πριν την Μικρασιατική καταστροφή.